προθελύμνω

προθελύμνω
προθέλυμνος
from the foundations
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
προθέλυμνος
from the foundations
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προθελύμνῳ — προθέλυμνος from the foundations masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… …   Dictionary of Greek

  • προθέλυμνος — ον, Α 1. αυτός που αποσπάστηκε με τη ρίζα του («πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας», Ομ. Ιλ.) 2. (πιθ. ερμ.) επάλληλος, συνεχής («φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”